dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
ιδρύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bauen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
χτίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bauen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
φτιάχνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bauen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
δόμηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Bauen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
κατασκευάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bauen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
οικοδόμηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Bauen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βασίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bauen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
οικοδομώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bauen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
φτιάνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bauen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
χτίσιμο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Bauen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κτίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bauen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)