dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
σιδερώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bügeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
σιδέρωμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Bügeln
Ⓦ
Ⓖ
…