dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Δεν βρέθηκαν εγγραφές για
börn
Εννοούσατε:
Bern
Εν μέρει αντιστοιχίες:
Borneo
Bornholm
borniert
bornierter Mensch