dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
εξωτερικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
außen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
εκτός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
außen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
έξω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
außen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
εξωτερικά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
außen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)