dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ρήμα
στηρίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufstützen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
στηρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufstützen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)