dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίρρημα
εξώδικα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
außergerichtlich
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
εξώδικος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
außergerichtlich
Ⓦ
Ⓖ
…