dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Επίθετο
ανόρεχτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
appetitlos
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ουσιαστικό
η
ανορεξία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Appetitlosigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…