dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
αξιοπρεπής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anständig
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
καθωσπρέπει
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anständig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ευπρεπής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anständig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
καθώς πρέπει
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anständig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
κόσμιος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anständig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
νοικοκυρεμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anständig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
σεμνός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anständig
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)