dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
τουμπανιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anschwellen lassen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)