dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
ανώνυμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anonym
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ουσιαστικό
η
ανωνυμία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Anonymität
Ⓦ
Ⓖ
…