dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
ανοιγμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
angestellt
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
διορισμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
angestellt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
τοποθετημένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
angestellt
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
απασχολούμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
angestellt sein
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
υπάλληλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Angestellte
Ⓦ
Ⓖ
…
!
ιδιωτικός υπάλληλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Angestellte
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
πάρκινγκ υπαλλήλων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Angestelltenparkplatz
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
υπαλληλική ασφάλεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Angestelltenversicherung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
υπάλληλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Angestellter
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ιδιωτικός υπάλληλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Angestellter
Ⓦ
Ⓖ
…
!
υπάλληλοι δημοσίων επιχειρήσεων και οργανισμών
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Angestellter der öffentlichen Versorgungsbetriebe
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
νεοδιόριστος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
neu angestellt
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
αδιόριστος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
nicht angestellt
Ⓦ
Ⓖ
…