dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Δεν βρέθηκαν εγγραφές για
amor
Εννοούσατε:
Amok
Εν μέρει αντιστοιχίες:
amorph
amorpher Werkstoff
Amortisation
amortisieren