dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
αρνούμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ablehnen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
καταψηφίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ablehnen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
αντιπαθώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ablehnen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αποκρούω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ablehnen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αρνιέμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ablehnen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αποποιούμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ablehnen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
απορρίπτω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ablehnen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)