dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
συντομεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abkürzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
γράφω εν συντομία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abkürzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συντέμνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abkürzen
Ⓦ
Ⓖ
…