dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
τσακίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abhauen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
γίνομαι καπνός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abhauen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
γίνομαι κονιορτός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abhauen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εξαφανίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abhauen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ξεκουμπίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abhauen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
την κοπανάω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abhauen
Ⓦ
Ⓖ
…