dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
επιβολή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Zwang
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
εξαναγκασμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Zwang
Ⓦ
Ⓖ
…
!
(αναγκαστική) εκτέλεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Zwang
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
δεσμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Zwang
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
καταναγκασμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Zwang
Ⓦ
Ⓖ
…
!
συμμόρφωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Zwang
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ψυχαναγκασμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Zwang
Ⓦ
Ⓖ
…
!
αναγκαιότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Zwang
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
εφαρμογή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Zwang
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)