dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
ο
περιορισμός αριθμού εισακτέων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Zulassungsbeschränkung
Ⓦ
Ⓖ
…