dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
επιστημονική μέθοδος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Wissenschaftliche Arbeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
επιστημονική μέθοδος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
wissenschaftliche Arbeit
Ⓦ
Ⓖ
…