dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
η
ανθεκτικότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Widerstandsfähigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αντοχή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Widerstandsfähigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…