dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
αγίασμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Weihwasser
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
αγιασμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Weihwasser
Ⓦ
Ⓖ
…