dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
ορφανός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Waise
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ορφανή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Waise
Ⓦ
Ⓖ
…
!
ορφανό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Waise
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
το
ορφανό από πατέρα ή μητέρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Halbwaise
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
πεντάρφανος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Vollwaise
Ⓦ
Ⓖ
…
!
ορφανοτροφείο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Waisenhaus
Ⓦ
Ⓖ
…
!
ορφανός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Waisenkind
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ορφανός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Waisenknabe
Ⓦ
Ⓖ
…