dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
αντίληψη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Wahrnehmung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
συνειδητοποίηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Wahrnehmung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
θέαση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Wahrnehmung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ουσιαστικό
η
αισθητική αντίληψη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
ästhetische Wahrnehmung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αντίληψη γεύσης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Geschmackswahrnehmung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
προάσπιση συμφερόντων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Interessenwahrnehmung
Ⓦ
Ⓖ
…
αντίληψη ρόλων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Rollenwahrnehmung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
αυτοαντίληψη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Selbstwahrnehmung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
επιλεκτική αντίληψη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
selektive Wahrnehmung
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
αντιληπτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Wahrnehmungs-
Ⓦ
Ⓖ
…