dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
οι
ολοκληρία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Vollständigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ακεραιτότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Vollständigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αρτιότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Vollständigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
πληρότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Vollständigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ακεραιότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Vollständigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…