dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
λαοπλάνος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Volksverführer
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
δημαγωγός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Volksverführer
Ⓦ
Ⓖ
…