dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
παράλειψη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Versäumnis
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
απουσία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Versäumnis
Ⓦ
Ⓖ
…