dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
διαχειρίστρια περιουσίας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Vermögensverwalterin
Ⓦ
Ⓖ
…