dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
σύναψη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Verknüpfung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
δεσμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Verknüpfung
Ⓦ
Ⓖ
…