dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
αναλογία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Verhältnis
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
σχέση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Verhältnis
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
λόγος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Verhältnis
Ⓦ
Ⓖ
…
!
λόγος μεγεθών
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Verhältnis
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
περίσταση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Verhältnis
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
συνθήκη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Verhältnis
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
δεσμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Verhältnis
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)