dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
διεύρυνση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Vergrößerung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αύξηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Vergrößerung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
μεγάλωμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Vergrößerung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
μεγέθυνση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Vergrößerung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
η
εγχείρηση αύξησης στήθους
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Brustvergrößerung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
υπερτροφία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Organvergrößerung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
μεγεθυντικός φακός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Vergrößerungsglas
Ⓦ
Ⓖ
…