dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ιατρ.
η
βαζεκτομή
επίσ.
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Vasektomie
επίσ.
Ⓦ
Ⓖ
…