dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
Τούρκος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Türke
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)