dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
τροπικές ζώνες
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Tropen
Ⓦ
Ⓖ
…
τροπικοί
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Tropen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
οι
τροπικές χώρες
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Tropen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
τροπικοί
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Tropengebiet
Ⓦ
Ⓖ
…
τροπικές ζώνες
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Tropengebiet
Ⓦ
Ⓖ
…
τροπική ξυλεία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Tropenholz
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
τροπικό ξύλο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Tropenholz
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
ξύλο από τροπικό δάσος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Tropenholz
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
τροπικό κλίμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Tropenklima
Ⓦ
Ⓖ
…
τροπική νόσος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Tropenkrankheit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
τροπική ασθένεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Tropenkrankheit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
καλλιέργεια τροπικών φυτών
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Tropenkultur
Ⓦ
Ⓖ
…