dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
σέρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Treibhaus
Ⓦ
Ⓖ
…
θερμοκήπιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Treibhaus
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)