dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
θολός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
trübe
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ακαταστάλαχτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
trübe
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αμυδρός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
trübe
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
θαμπός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
trübe
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
θολούρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Trübe
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
μουχρός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
trübe
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
σκιερός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
trübe
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)