dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
ομαδική εργασία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Teamarbeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
συνεργασία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Teamarbeit
Ⓦ
Ⓖ
…