dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
κοντέρ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Tachometer
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
ταχύμετρο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Tachometer
Ⓦ
Ⓖ
…