dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
αμαρτία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Sünde
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
κρίμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Sünde
Ⓦ
Ⓖ
…
αμάρτημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Sünde
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
το
προπατορικό αμάρτημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Erbsünde
Ⓦ
Ⓖ
…
!
εξιλαστήριο θύμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Sündenbock
Ⓦ
Ⓖ
…
!
αποδιοπομπαίος τράγος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Sündenbock
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
θανάσιμο αμάρτημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Todsünde
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
θανάσιμη αμαρτία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Todsünde
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
έγκλημα κατά του περιβάλλοντος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Umweltsünde
Ⓦ
Ⓖ
…