dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
άζωτο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Stickstoff
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
άζυμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Stickstoff
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Επίθετο
αζωτούχος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Stickstoff-
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αζωτούχος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stickstoffhaltig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
οξείδιο του αζώτου
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Stickstoffoxid
Ⓦ
Ⓖ
…