dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
τοποθεσία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Standort
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
θέση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Standort
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
κέντρο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Standort
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
στίγμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Standort
Ⓦ
Ⓖ
…
!
τόπος εγκατάστασης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Standort
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
τόπος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Standort
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
γεωγραφικός εντοπισμός ενεργειακών πηγών
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Energiestandort
Ⓦ
Ⓖ
…
εγκατάσταση σταθμού ηλεκτροπαραγωγής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Kraftwerksstandort
Ⓦ
Ⓖ
…
!
τόπος παραγωγής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
landwirtschaftlicher Produktionsstandort
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
οικονομική περιοχή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Wirtschaftsstandort
Ⓦ
Ⓖ
…