dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
εισαγγελική αρχή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Staatsanwaltschaft
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
εισαγγελία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Staatsanwaltschaft
Ⓦ
Ⓖ
…