dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
ιθαγένεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Staatsangehörigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
υπηκοότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Staatsangehörigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)