dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Δεν βρέθηκαν εγγραφές για
Stöckel
Εννοούσατε:
stocken
Εν μέρει αντιστοιχίες:
Stöckelschuh
Stöckelschuhe