dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
ενίσχυση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Stärkung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
τόνωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Stärkung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
δυνάμωμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Stärkung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
δυνάμωνα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Stärkung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
επίρρωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Stärkung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)