dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
γλώσσα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Sprache
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
λόγος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Sprache
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ομιλία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Sprache
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
λαλιά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Sprache
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
φρασεολογία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Sprache
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)