dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
παίκτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Spieler
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
παίχτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Spieler
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
παίχτρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Spieler
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
τζογαδόρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Spieler
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)