dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
χιονοδρομία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Skilauf
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ουσιαστικό
ο
χιονοδρόμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Skiläufer
Ⓦ
Ⓖ
…