dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
ηθικό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Selbstvertrauen
Ⓦ
Ⓖ
…
αυτοπεποίθηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Selbstvertrauen
Ⓦ
Ⓖ
…