dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
αυτονομία των ατόμων με ειδικές ανάγκες
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Selbstständigkeit von Behinderten
Ⓦ
Ⓖ
…