dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
ανεξαρτησία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Selbständigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
αυτοτέλεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Selbständigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…