dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
αξιοθέατο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Sehenswürdigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)